ῥευματικούς

ῥευματικούς
ῥευματικός
subject to a discharge
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δράγκωμα — το το να αισθάνεται κανείς ισχυρούς ρευματικούς πόνους …   Dictionary of Greek

  • δραγκώνω — αισθάνομαι δυνατούς πόνους, ιδίως ρευματικούς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”